- ἀλλοιώσεως
- ἀλλοιώσεω̆ς , ἀλλοίωσιςdifferencefem gen sg (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ετεροίωση — η (Α ἑτεροίωσις) [ετεροιώ] μεταβολή, αλλοίωση νεοελλ. 1. η μεταβολή, η μετατροπή ενός πράγματος σε άλλο 2. η μετάβαση από το ομοιογενές στο ετερογενές, η μετατροπή ομοίων σε ανόμοια 3. η σχέση διαφοράς μεταξύ πραγμάτων ή εννοιών που ταυτίζονται… … Dictionary of Greek
πάθος — Κάθε πάθηση του οργανισμού. Λέγεται επίσης κάθε πάθημα, συμφορά, περιπέτεια αλλά και κάθε ακατανίκητη επιθυμία, ορμή, σαρκική ακράτεια. Στην Ψυχολογία π. λέγεται η συνεχής διάθεση ενός ανθρώπου για την επικράτηση κάποιας επιθυμίας του. Στην Τέχνη … Dictionary of Greek
πνευμόνωση — η, Ν ιατρ. κάθε διαταραχή τής ανταλλαγής τών αερίων στις πνευμονικές κυψελίδες λόγω αλλοιώσεως τών τοιχωμάτων τους από διάφορες αιτίες, ὁπως είναι λ.χ. οι φλεγμονές, οι πνευμονοκονιάσεις, τα ασφυξιογόνα αέρια κ.ά. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ.… … Dictionary of Greek
Μπαλάνος — Επώνυμο ηπειρωτικής οικογένειας, μέλη της οποίας διακρίθηκαν στα χρόνια της τουρκοκρατίας και μετά την απελευθέρωση της χώρας. 1. Αριστείδης (Ιωάννινα 1819 – Αθήνα 1875). Δικηγόρος και πληρεξούσιος Αττικής του 1864, γιος του Κοσμά Μπαλάνου (βλ. λ … Dictionary of Greek